- φυλλοφάγος
- yaprakla beslenen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φυλλοφάγος — ο, Ν 1. (για ζώα, ιδίως έντομα) αυτός που τρέφεται με φύλλα 2. το αρσ. ως ουσ. ο φυλλοφάγος ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας σκαραβεΐδες τής υπόταξης πολυφάγα, τα οποία προσβάλλουν διάφορα φυλλοβόλα δένδρα και κατατρώγουν τα φύλλα… … Dictionary of Greek
φυλλοφάγος — α, ο αυτός που τρέφεται κυρίως με φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek